- τρίπτυχος
- -η, -ο / τρίπτυχος, -ον, ΝΜΑαυτός που πτύσσεται, που διπλώνεται σε τρία μέρηνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το τρίπτυχο1. συγκρότημα από τρεις ζωγραφικές ή ξυλογλυπτικές συνθέσεις που συνδέονται μεταξύ τους, έτσι ώστε οι δύο πλαϊνές να μπορούν να καλύπτουν αυτήν που βρίσκεται στο κέντρο2. (τυπογρ.) έντυπο φυλλάδιο, ιδίως διαφημιστικό, που διπλώνεται δύο αλλεπάλληλες φορές σχηματίζοντας έτσι τρία συνεχόμενα φύλλα ή έξι σελίδες3. καπέλο τρίκωχο, τρικαντόαρχ.1. ο τριπλός, ο τριών ειδών2. (το αρσ. πληθ.) τρίπτυχοιτρεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -πτυχος (<πτυχή), πρβλ. δί-πτυχος].
Dictionary of Greek. 2013.